δριμύσσω

From LSJ
Revision as of 13:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῑμύσσω Medium diacritics: δριμύσσω Low diacritics: δριμύσσω Capitals: ΔΡΙΜΥΣΣΩ
Transliteration A: drimýssō Transliteration B: drimyssō Transliteration C: drimysso Beta Code: drimu/ssw

English (LSJ)

   A cause to smart, ὀφθαλμούς Alex. Trall.2:—Pass., οἱ δριμυττόμενοι τὰ βλέφαρα Aët.7.15.    II treat severely, Eust.201.23; δριμύξεται τὰ ἐναγώνια Lib.Decl.43 Intr.4.

German (Pape)

[Seite 667] durch scharfen, pikanten Geschmack reizen, Sp.; übertr., verbittern, Schol. Ar. Vesp. 62; Med. ἐδριμύξατο, Eust. 1061, 5, Erkl. von σεσινάπικε.

Greek (Liddell-Scott)

δρῑμύσσω: ἐμποιῶ δριμύτητα, πικραίνω, Νικήτ. Χρον. 382D. II. αὐστηρῶς μεταχειρίζομαι, Εὐστ. 201. 23.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
I 1intr. resultar picante c. ac. de rel. ἄμωμον ... δριμύττον τὴν γεῦσιν Aët.2.196
subst. τὰ δριμύσσοντα los alimentos picantes Gr.Nyss.Beat.111.4.
2 tr. irritar, escocer κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰσιὸν ... δριμύσσον αὐτούς Alex.Trall.2.59.29, cf. Steph.in Hp.Aph.2.112.22, abs. δριμύττοντα φάρμακα medicamentos irritantes Alex.Trall.2.67.29, en v. pas. c. ac. de rel. πῶς ἔσται δυνατὸν τὸν διὰ καπνοῦ παριόντα μή δριμυχθῆναι τὰς ὄψεις Gr.Nyss.Ep.2.7, οἱ δριμυττόμενοι τὰ βλέφαρα Aët.7.114, fig. ὑπὸ τοῦ καπνοῦ τῶν παθημάτων τὸ βλέμμα τοῦ λογισμοῦ δριμυσσόμενον Basil.M.31.1325A.
II fig.
1 irritar, exasperar τὸν δῆμον πληγαῖς Eust.201.23, cf. Amph.Mesopent.220, en v. pas., Ath.Al.M.28.1016D, Chrys.M.61.716.
2 conmover δριμύσσει τὰ τοῦ πατρὸς σπλάγχνα ἡ φωνὴ τοῦ παιδός Gr.Nyss.M.46.569, en v. pas. δριμυχθεὶς φιλαδελφίας πάθει conmovido por la compasión que inspira el amor fraterno Pall.V.Chrys.40.15
en v. med.-pas. entristecerse Chrys.M.64.48.
3 en v. med. tratar con severidad ref. los discursos pronunciados contra una mujer, Lib.Decl.43.proem.1.4.

Greek Monolingual

δριμύσσω και -ττω (AM)
1. προκαλώ δυνατό πόνο, ερεθίζω
2. μεταχειρίζομαι με αυστηρότητα ή με τραχύτητα, επικρίνω αυστηρά κάποιον.