ἔγχρεμμα

From LSJ
Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχρεμμα Medium diacritics: ἔγχρεμμα Low diacritics: έγχρεμμα Capitals: ΕΓΧΡΕΜΜΑ
Transliteration A: énchremma Transliteration B: enchremma Transliteration C: egchremma Beta Code: e)/gxremma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spitting, in pl., Plu.2.82b (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 714] τό, das Ausgespuckte, Plut. profect. virt. sent. p. 259, καὶ φθόνοι καὶ κακοήθειαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρεμμα: τό, τὸ ἐγχρεμπτόμενον «ῥόχαλον», Πλούτ. 2. 82Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
crachat jeté par mépris sur qqn.
Étymologie: ἐγχρέμπτομαι.

Spanish (DGE)

τό
sent. dud., quizá escupitajo, expectoración τὰ δ' ἐντὸς αἴσχη τῆς ψυχῆς καὶ τὰ περὶ τὸν βίον ἐγχρέμματα Plu.2.82b.

Greek Monolingual

ἔγχρεμμα, το (Α)
αποβολή σάλιου και φλέματος.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχρεμμα: ατος τό плевок (ἐγχρέμματα καὶ φθόνοι Plut.).