ἐγκαταζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐγκαταζεύγνυμι Low diacritics: εγκαταζεύγνυμι Capitals: ΕΓΚΑΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enkatazeúgnymi Transliteration B: enkatazeugnymi Transliteration C: egkatazeygnymi Beta Code: e)gkatazeu/gnumi

English (LSJ)

   A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.

German (Pape)

[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.

Greek Monolingual

ἐγκαταζεύγνυμι (Α)
συνδέω, συναρμόζω στερεά.

Greek Monotonic

ἐγκαταζεύγνυμι: μέλ. -ζεύξω, συναρμόζω, τί τινι, σε Σοφ.