ἐμπυελίς

From LSJ
Revision as of 14:51, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπῠελίς Medium diacritics: ἐμπυελίς Low diacritics: εμπυελίς Capitals: ΕΜΠΥΕΛΙΣ
Transliteration A: empyelís Transliteration B: empyelis Transliteration C: empyelis Beta Code: e)mpueli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (πύελος)

   A socket or bearing to receive a κνώδαξ, ib.2.3.

German (Pape)

[Seite 818] ίδος, ἡ (πύελος), Büchse, Loch, worin sich ein Zapfen bewegt, Hechan.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας Hero Aut.2.3.

Greek Monolingual

ἐμπυελίς, η και υποκορ. εμπυελίδιον (Α)
(μηχαν.) κοίλωμα ή τρύπα από όπου εισέρχεται ο άξονας του τροχού.