χωνί

From LSJ
Revision as of 08:05, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

το / χωνίον, ΝΜΑ, και χουνί Ν, και χωνεῖον Α χώνη
υποκορ. μικρή χοάνη για μετάγγιση υγρών
νεοελλ.
1. καθετί που έχει το σχήμα του παραπάνω αντικειμένου
2. κοίλο αντικείμενο σε σχήμα κώνου με στενό στόμιο που χρησιμεύει ως τηλεβόας
3. (στον Ερωτόκρ.) το χωνοειδές τμήμα του τόξου το οποίο δέχεται το βέλος κατά τη στιγμή της εκτόξευσης
4. είδος πρόχειρης χάρτινης σακούλας σε χωνοειδές σχήμα
5. κοιλότητα γης με χωνοειδή μορφή
αρχ.
χωνευτήριο, χυτήριο.