ψέλλισμα
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
English (LSJ)
ατος, τό,
A inarticulate speech, of a child's attempts at talking, Him.Or.23.21; of a nurse's 'baby-talk', Sor.1.109 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1393] τό, das Gestammelte, Gestotterte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψέλλισμα: τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, λέξις ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ψελλίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος.