ὡρολόγος
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A an Egyptian astrologer, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολόγος: ὁ, (λέγω) Αἰγύπτιος ἱερεὺς ἢ ἀκόλουθος (νεωκόρος) φέρων ὡρολόγιον, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. σ. 321.
Greek Monolingual
ὁ, Α
Αιγύπτιος αστρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λόγος].