εξασθένηση

From LSJ
Revision as of 07:55, 12 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)]
1. κατάπτωση, εξάντλησηεξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.