Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδευκής

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἀδευκής, -ές (Α)
1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός
2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από - στερητ. + δεῦκος, το = το γλεύκος «μούστος, γλυκός χυμός σταφυλιού» (πρβλ. και δευκής «γλυκύς» στον Νίκανδρο). Η σημ. (2) αντιθέτως οδηγεί στο μαρτυρούμενο από τον Ησύχιο ρ. δεύκω «βλέπω»: -δευκής < - στερητ. + δεύκω. Τέλος, επειδή πάλι στον Ησύχιο μαρτυρείται και δεύκω με σημ. «φροντίζω», το -δευκής θα μπορούσε να προέρχεται από αυτό το δεύκω, οπότε θα εσήμαινε τον «άφροντι, αδιάφορο», σημασία στην οποία θα συνηγορούσε το επίρρ. ἐν-δυκ-έως «πρόθυμα, με ενδιαφέρον, με φροντίδα» (πρβλ. και τα κύρια ονόματα Πολυδεύκης και πιθ. Δευκ-α-λίων, αν το δεύτερο δεν προήλθε ανομοιωτικά από αρχ. τύπο Λευκαλίων)].