επιτάσσω

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) τάσσω
τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλοὄπισθεν δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω
2. εκτελώ επίταξη
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», Ηρόδ.
β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», Αριστοφ.
γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», Ηρόδ.)
2. δίνω, επιβάλλω διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι», Θουκ.)
3. χρησιμοποιώ την προστακτική έγκλιση («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῑν τι... ἐπίταξίς έστιν», Αριστοτ.)
4. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μετά από άλλο ή δίπλα
5. διορίζω κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)
6. (η μτχ. παθ. ενεστ.) ἐπιτασσόμενος, -η, -ον
επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («κατά νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», Πλάτ.).