εὐαίνετος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ον, (αἰνέω)
A much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
Greek Monolingual
εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].