αεροπόρος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

ο (Α ἀεροπόρος, -ον)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στον χειρισμό αεροσκάφους, πιλότος
αρχ.
αυτός που διασχίζει τον αέρα, που πορεύεται διαμέσου του αέρα, αεροδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πόρος (πρβλ. και ποντο-πόρος, ὁδοι-πόρος) < πορ- ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος της ρίζας περ-, πρβλ. πείρω (< περ-yo) «τρυπώ, διαπερνώ» και κατ’ επέκταση «διασχίζω».
ΠΑΡ. (αρχ. ἀεροπορῶ
νεοελλ.
αεροπορία, αεροπορικος].