αθρησκία

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα
2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία
3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άθρησκος
η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].