εὐχυμία

From LSJ
Revision as of 21:17, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχῡμία Medium diacritics: εὐχυμία Low diacritics: ευχυμία Capitals: ΕΥΧΥΜΙΑ
Transliteration A: euchymía Transliteration B: euchymia Transliteration C: efchymia Beta Code: eu)xumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4.    II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.    2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.

Russian (Dvoretsky)

εὐχῡμία: ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).