ημισάκις
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
ἡμισάκις (Α)
επίρρ. κατά το ήμισυ, μισή φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. -άκις (πρβλ. οσ-άκις, πολλ-άκις)].