θαλασσοπόρος

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοπόρος Medium diacritics: θαλασσοπόρος Low diacritics: θαλασσοπόρος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: thalassopóros Transliteration B: thalassoporos Transliteration C: thalassoporos Beta Code: qalassopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A sea-faring, AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2.

German (Pape)

[Seite 1183] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοπόρος: -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traverse la mer.
Étymologie: θάλασσα, πορεύομαι.

Greek Monolingual

ο (Α θαλασσοπόρος)
αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο ποντοπόρος
νεοελλ.
αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι-πόρος, πρωτο-πόρος.

Greek Monotonic

θᾰλασσοπόρος: -ον, αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, σε Ανθ. Π.