καλαθοπλόκος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ὁ,
A basket-weaver, P.cit.adPFlor.13.9.
Greek Monolingual
καλαθοπλόκος (Α)
καλαθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στεφανο-πλόκος, σχοινο-πλόκος.