καθικνούμαι

From LSJ
Revision as of 16:28, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

καθικνοῦμαι, -έομαι (Α)
(αποθ. ρ.)
1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζωἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.)
2. πλήττωμέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.)
3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνωταχέως καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», Πολ.)
4. κατακρίνω, ελέγχω, αποδοκιμάζω
5. κατέρχομαι, κατεβαίνω («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)
6. (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) «τὸ κατικόμενον
επιγρ. το κληρονομικό μερίδιο που περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].