ἰσήμερος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ον,=
A aequidialis, ib. ἰσήμορτεν· ἀπέθανεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Tagen, gleich lange dauernd. – Bei Theophr. zur Zeit der Tag- u. Nachtgleiche (?).
Greek Monolingual
ἰσήμερος, -ον (Α)
αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφ-ήμερος, καλ-ήμερος].