τραχηλοκοπέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A cut the throat, behead, Plu. 2.308d:—Pass., Arr.Epict.1.1.18, 1.2.16, etc.; σώματα τετραχηλοκοπημένα Lyr.Adesp. in PFay. 2 iii 24.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοκοπέω: τὸν τράχηλον ἀποκόπτω, ἀποτέμνω, καρατομῶ, ἀποκεφαλίζω, Πλούτ. 2. 308D.- Παθ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 1, 18., 2, 16, κλπ.