εξερώ
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
(I)
–άω / ἐξερῶ (AM)
1. ξερνώ
2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω
αρχ.
1. αδειάζω
2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω
3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες
4. ρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ —όπως και τα απερώ, διερώ— έχει πιθ. ως β' συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ' όψιν το σχόλιο στον Αριστοτέλη: «ἐξεράσω εἰς τὴν γῆν μεταβαλῶ, ἔρα γὰρ ἡ γῆ»].
(II)
–έω / ἐξερῶ (Α) (επικ. τ. του εξέρομαι)
1. ρωτώ να μάθω
2. ρωτώ κάποιον
3. εξερευνώ
(«κνημοὺς ἐξερέησι καὶ ἄγκεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.)
4. αναζητώ.
(III)
–έω / ἐξερῶ (μέλλ. του εξαγορεύω)
θα πω καθαρά, με σαφήνεια.