καταβροχή
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ἡ,
A soaking, steeping, Dsc.1.54 (pl.), Thd.Pr.3.8, Orib. 10.15.2.
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, das Benetzen, Durchnässen, Einweichen, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβροχή: ἡ, κατάβρεγμα, πότισμα, μαλάκωμα, καταβροχῇ διὰ γλυκέος ἐλαίου χρηστέον Γαλην. τ. 14, σ. 448, 1.
Greek Monolingual
καταβροχή, ἡ (Α) καταβρέχω
το κατάβρεγμα.