κασωτός
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ή, όν, (κασῆς)
A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.
Greek Monolingual
κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρ-ωτός, ραβδ-ωτός)].