γαλακτοπότης

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοπότης Medium diacritics: γαλακτοπότης Low diacritics: γαλακτοπότης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: galaktopótēs Transliteration B: galaktopotēs Transliteration C: galaktopotis Beta Code: galaktopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A milk-drinker, Hdt.1.216, 4.186, E.El.169 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, der Milchtrinker, Her. 1, 216; Eur. El. 169.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων γάλα, Ἡρόδ. 1. 216., 4. 186, Εὐρ. Ἠλ. 169.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de lait.
Étymologie: γάλα, R. Πο, boire, v. πίνω.

Spanish (DGE)

(γᾰλακτοπότης) -ου
bebedor de leche dicho de los escitas, Hdt.1.216, de los libios, Hdt.4.186, ἀνήρ E.El.169, χοῖρος γ. lechón, DP 4.46 (var.), cf. Orac.Sib.14.166.

Greek Monolingual

ο (Α γαλακτοπότης)
αυτός που πίνει κυρίως ή αποκλειστικά γάλα.

Greek Monotonic

γᾰλακτοπότης: -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει γάλα, σε Ηρόδ.