θανατώδης

From LSJ
Revision as of 21:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτώδης Medium diacritics: θανατώδης Low diacritics: θανατώδης Capitals: ΘΑΝΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: thanatṓdēs Transliteration B: thanatōdēs Transliteration C: thanatodis Beta Code: qanatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2.    II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.

German (Pape)

[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.

Greek Monolingual

θανατώδης, -ῶδες (AM) θάνατος
1. αυτός που προμηνύει τον θάνατο
2. αυτός που προκαλεί θάνατο, ο θανατηφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θανατώδης: несущий смерть, губительный (τινι Arst.).