κηκίς

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηκίς Medium diacritics: κηκίς Low diacritics: κηκίς Capitals: ΚΗΚΙΣ
Transliteration A: kēkís Transliteration B: kēkis Transliteration C: kikis Beta Code: khki/s

English (LSJ)

[ῑ], ῖδος, ἡ,

   A anything gushing or bubbling forth, ooze, of fat or juices drawn forth by fire, κηκὶς πισσήρης φλογός A.Ch.268; κ. φόνου bubbling blood, ib.1012; μυδῶσα κ. juices drawn by fire from a sacrificial victim, S.Ant.1008; κ. πορφύρας dye of the murex, A.Ag. 960.    II oak-gall, Hp.Nat.Mul.32, al., Thphr.HP1.2.1, 3.8.6, Dsc.1.107; the dye made therefrom, D.27.10, 43; used as ink, Eust. 955.64; esp. invisible ink, Ph.Bel.102.32.

German (Pape)

[Seite 1430] ῖδος, ἡ, alles Hervorquellende, Hervorsprudelnde, κηκίω; vom Blute, φόνου δὲ κηκὶς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται Aesch. Ch. 1007; der Qualm, ἐν κηκῖδι πισσήρει φλογός 266; πορφύρας, der Purpursaft, Ag. 934; μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἀνέπτυε, von dem am Feuer verbräteinden Fette, Soph. Ant. 995. – Später = der Gallapfel, der aus dem Safte der von gewissen Insekten angestochenen Eichenblätter entsteht, Dem. 27, 10, zum Schwarzfärben gebraucht; Theophr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
toute humeur, exhalaison ou déjection épaisse et noire :
1 fumée épaisse ; flamme d’un bûcher;
2 teinture de pourpre;
3 flot de sang.
Étymologie: cf. κηκίω.

Spanish

agalla

Greek Monolingual

κηκίς, -ῑδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κηκίδα.

Greek Monotonic

κηκίς: [ῑ], -ῖδος, ἡ, οτιδήποτε στάζει προς τα έξω, διαφεύγω, διαρρέω, σε Αισχύλ.· κ. φόνου, η κηλίδα του αίματος, στον ίδ.· μυδῶσα κ., λέγεται για τα υγρά που εκχέονται από τα θύματα όταν καίγονται κατά τη διάρκεια της θυσίας, σε Σοφ.
II. βαφή που φτιάχνεται από το χυμό δέντρου που στάζει από τα φύλλα ή τα κλαδιά του, σε Δημ.· κ. πορφύρας, η βαφή που προερχόταν από είδος μυδιού με αυτό το χρώμα, σε Αισχύλ.