κλεφταράκος

From LSJ
Revision as of 15:12, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ο
μικροκλέφτης, κλεφτρόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ-αρος + υποκορ. κατάλ. -άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ-αρ-άκος)].