κιλλός

From LSJ
Revision as of 02:09, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλός Medium diacritics: κιλλός Low diacritics: κιλλός Capitals: ΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: killós Transliteration B: killos Transliteration C: killos Beta Code: killo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.

Greek Monolingual

κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grey (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Ἐπό-κιλλος (s. on ἵππος)?
Derivatives: With accent-shift κίλλος m. ass (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. cicada (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος ass-coloured, ὀνάγρινος (Poll.), prob. also κιλ<λ>ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός grey beside πελιός id.. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī cricket (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.