κητόδορπος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
συμφορά, ἡ, A supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.
German (Pape)
[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.
Greek (Liddell-Scott)
κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.
Greek Monolingual
κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινό-δορπος, σύν-δορπος].