Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
Full diacritics: κεδροπᾰγής | Medium diacritics: κεδροπαγής | Low diacritics: κεδροπαγής | Capitals: ΚΕΔΡΟΠΑΓΗΣ |
Transliteration A: kedropagḗs | Transliteration B: kedropagēs | Transliteration C: kedropagis | Beta Code: kedropagh/s |
ές, (πήγνυμι) A made of cedar-wood, σανίδες Supp.Epigr. 1.567.6 (Karanis, iii B.C.).
κεδροπαγής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου, κέδρινος («σανίδες κεδροπαγεῑς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + -παγής (< πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»), πρβλ. δρυο-παγής, χαλκο-παγής].