κόμβος

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμβος Medium diacritics: κόμβος Low diacritics: κόμβος Capitals: ΚΟΜΒΟΣ
Transliteration A: kómbos Transliteration B: kombos Transliteration C: komvos Beta Code: ko/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A roll, band, girth, Anon. ap. Suid.; cf. κομποθηλαία.    II pl., = γομφίοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1477] ὁ, Band od. Schleife, Etwas damit zu gürten, zu befestigen, erst Sp., die auch das Verbum κομβόω haben, = einen Knoten od. eine Schleife machen. – Vgl. ἐγκομβόομαι. – Davon auch

Greek (Liddell-Scott)

κόμβος: ὁ, «κόμπος», κομπόδεμα, δεσμὸς «ὁ κόμβος τῶν δύο χειριδίων ὅταν τις δήσῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον» Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., Ἀρχ. Μαθ. σ. 47· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κόμβους· ὀδόντας γομφίους». ― Ὑποκορ. κομβίον, τό, ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bandeau, ceinture.
Étymologie: DELG mot techn. sans étym.

Greek Monolingual

ο (AM κόμβος)
βλ. κόμπος (II).

Russian (Dvoretsky)

κόμβος: ὁ перевязь, пояс (ср. ἐγκομβόομαι).