κυκώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ.
β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.
γ. «τοῦ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.)
2. αναταράσσω («ἄνω και κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν», Αριστοφ.)
3. δημιουργώ σύγχυση, προκαλώ αταξία, αναστατώνω κάτι («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυκῶμαι
α) πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, φοβάμαι («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», Ομ. Ιλ.)
β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, αναβράζωκλύδων' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
γ) (για διανοητική ή ψυχική αναταραχή) βρίσκομαι σε ταραχή, σε μεγάλη φροντίδα («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», Αρχίλ.)
δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός σχηματισμός σε -άω. Οι συνδέσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί δεν είναι πειστικές].