κωνωποσφράντης

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνωποσφράντης Medium diacritics: κωνωποσφράντης Low diacritics: κωνωποσφράντης Capitals: ΚΩΝΩΠΟΣΦΡΑΝΤΗΣ
Transliteration A: kōnōposphrántēs Transliteration B: kōnōposphrantēs Transliteration C: konoposfrantis Beta Code: kwnwposfra/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A Gnat-smeller, name of a parasite, Alciphr.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

κωνωποσφράντης: -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, παράσιτος, Ἀλκίφρων 1. 21.

Greek Monolingual

κωνωποσφράντης, -ου, ὁ (Α)
κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + -οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν-οσφράντης, υδρ-οσφράντης].