μεγαλόσαρκος

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσαρκος Medium diacritics: μεγαλόσαρκος Low diacritics: μεγαλόσαρκος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: megalósarkos Transliteration B: megalosarkos Transliteration C: megalosarkos Beta Code: megalo/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A great of flesh, LXX Ez.16.26.

German (Pape)

[Seite 107] sehr fleischig, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, πολύσαρκος, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).

Greek Monolingual

μεγαλόσαρκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες
2. σαρκικός, αισθησιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό-σαρκος)].