ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
η
παθολογικός φόβος από τον οποίο κατέχεται κάποιος μήπως προσβληθεί από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -φοβία (< φόβος), πρβλ. ζωο-φοβία, θανατο-φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].