διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: μᾰχαιρίων | Medium diacritics: μαχαιρίων | Low diacritics: μαχαιρίων | Capitals: ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ |
Transliteration A: machairíōn | Transliteration B: machairiōn | Transliteration C: machairion | Beta Code: maxairi/wn |
ωνος, ὁ,
A = ξιφίον, Dsc.4.20; v. l. μαχαιρώνιον.
μαχαιρίων, -ωνος, ὁ (Α)
ξιφίδιο, μικρό ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα -ίων (πρβλ. γλυκ-ίων, πορφυρ-ίων)].