τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
Full diacritics: τυντλώδης | Medium diacritics: τυντλώδης | Low diacritics: τυντλώδης | Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ |
Transliteration A: tyntlṓdēs | Transliteration B: tyntlōdēs | Transliteration C: tyntlodis | Beta Code: tuntlw/dhs |
ες,
A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.
τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.