Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
SourceClick links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
A lord of the sun's rays, PMag.Berol.1.200.
Greek Monolingual
ἀκτινοκράτωρ, ο (Α)
αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς-ῖνος + -κράτωρ (μεταπλασμένος τ. του τέρματος -κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε -τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.].