ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
ἁλιαής, -ὲς (Α)άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].