αλίκλυστος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
ἁλίκλυστος, -ον (Α)
1. αυτός που κατακλύζεται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος
2. αυτός που σηκώνει ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + κλύζω, «περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με κύματα»].