ἀνεμόσυρις
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
ιδος, ἡ, a kind of
A fan: hence, fanshaped whirlwind, Olymp. in Mete. 200.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόσυρις: -ιδος, ἡ, (σύρω) δίνη, θύελλα, τυφών, καὶ εἶδος ῥιπιστῆρος, λέξις ἐπιχωριάζουσα παρ’ ᾈλεξανδρεῦσιν, «διὰ τὸ ἐοικέναι κυκλανέμοις γυναικείοις, ἅπερ ἀνεμόσυριν καλοῦσιν οἱ ἐπιχωριάζοντες» Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ. ἴδε Sturz Διάλ. Μακεδ. σ. 146.
Greek Monolingual
ἀνεμόσυρις (-ιδος κ. -εως), η (Α)
1. δίνη ανέμου, τυφώνας
2. είδος βεντάλιας.