ἀνήλικος

From LSJ
Revision as of 12:51, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήλῐκος Medium diacritics: ἀνήλικος Low diacritics: ανήλικος Capitals: ΑΝΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: anḗlikos Transliteration B: anēlikos Transliteration C: anilikos Beta Code: a)nh/likos

English (LSJ)

ον,    A not yet arrived at man's estate, Ps.-Callisth.1.38, Suid. s.v. ἄνηβος.

German (Pape)

[Seite 229] noch nicht mannbar, noch nicht inder ἡλικια, = ἄνηβος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλῐκος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μήπω εἰς ἡλικίαν ἀνδρὸς ἀφικόμενος, ἄνηβος, ἀνηλίκῳ ὥρῃ, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ, Συλλ. Ἐπιλλ. Ἐπίγρ. 2161b, πρβλ. Προσθήκ. καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ἄνηβος.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha alcanzado la madurez ἀλλ' εἰ καὶ ὡς ἀνηλίκους ἡμᾶς καταφρονεῖς Ps.Callisth.1.38Γ, cf. Sud.s.u. ἄνηβος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνήλικος, -ον)
ο μη ενήλικος, αυτός που βρίσκεται ακόμη στην παιδική ή εφηβική ηλικία, αυτός που δεν έχει ενηλικιωθεί.