ἀνορθιάζω

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορθιάζω Medium diacritics: ἀνορθιάζω Low diacritics: ανορθιάζω Capitals: ΑΝΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: anorthiázō Transliteration B: anorthiazō Transliteration C: anorthiazo Beta Code: a)norqia/zw

English (LSJ)

   A call out, shout aloud, And.1.29.    II prick up, τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορθιάζω: φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. ἀνεγείρω, ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.

Spanish (DGE)

1 gritar, chillar ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.Myst.29.
2 aguzar τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.

Greek Monolingual

ἀνορθιάζω (Α) [[[ορθιάζω]] «φωνάζω»]
1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς
2. φωνάζω δυνατά
3. ανασηκώνω.