αντιδίδωμι
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Greek Monolingual
ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.