άπειρος

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείρα
1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος
2. (απολ.) αδαής, αμαθής.
(II)
-η, -ο (AM ἄπειρος, -ον) πείραρ, πέρας]]
1. απεριόριστος, απέραντος
2. αμέτρητος, απειροπληθής
3. το ουδ. ως ουσ. το άπειρο(ν)
το αχανές, η άπειρη ύλη
νεοελλ.
φρ. «επ' άπειρον» — χωρίς τέλος, αιώνια
αρχ.
1. ο χωρίς τέλος, ατελεύτητος, κυκλικός
2. (για ενδύματα) αυτός στον οποίο μπλέκεται κανείς χωρίς διέξοδο, χωρίς διαφυγή.