απογοητεύω

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

προκαλώ απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και απαθανατίζω].