ἀρχαϊσμός
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ὁ,
A old-world charm of style, D.H.Comp.22. 2 use of obsolete expressions, ἀ. οὗτος ῥημάτων Men.11 D., cf. Sch.E.Hipp. 23. 3 ancient custom, περὶ ἀρχαϊσμοῦ, title of work by Manetho, Porph.Abst.2.55.
German (Pape)
[Seite 364] ὁ, altväterisches Betragen, bes. Nachahmung einer Alterthümlichkeit. Bei den Gramm. veralteter Sprachgebrauch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαϊσμός: ὁ, φράσις ἀπηρχαιωμένη ἢ ὕφος ἀρχαΐζον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 solera, toque de antigüedad del estilo, D.H.Comp.22.6.
2 gram. arcaísmo Sch.Hes.Th.34, Sch.E.Hipp.23, Sch.Arat.1., Seru.Buc.1.29, Lex.Sabb.18.17D., cf. quizá Phld.Acad.Ind.p.16.
3 antigüedad, costumbres de los antiguos como tít. de obra de Maneto περὶ ἀρχαϊσμοῦ Porph.Abst.2.55.
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχαϊσμός) αρχαΐζω
1. η μίμηση των αρχαίων, το ύφος το αρχαΐζον
2. η απαρχαιωμένη φράση.