αύλειος

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source

Greek Monolingual

αὔλειος και αὔλιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν»)
2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» — η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Ο σχηματισμός του επιθ. πιθ. αναλογικά προς το έρκειος «αυτός που ανήκει στο έρκος, στον αυλόγυρο»].