βαθύπεδος

From LSJ
Revision as of 17:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύπεδος Medium diacritics: βαθύπεδος Low diacritics: βαθύπεδος Capitals: ΒΑΘΥΠΕΔΟΣ
Transliteration A: bathýpedos Transliteration B: bathypedos Transliteration C: vathypedos Beta Code: baqu/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with deep plain, lying low (between hills), of Nemea, Pi.N.3.18 (prob. for -πεδίῳ).

German (Pape)

[Seite 424] (πέδον), Νεμέα Pind. N. 3, 17, eine Ebene in der Tiefe, zwischen Bergen.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπεδος: -ον, ἔχων βαθεῖαν πεδιάδα, χαμηλὴν δηλ. (μεταξὺ ὀρέων κειμένην), περὶ τῆς Νεμέας, Πίνδ. Ν. 3. 30.

Greek Monolingual

-ο (Α βαθύπεδος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε βαθιά πεδιάδα, ανάμεσα σε βουνά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
βλ. λ. βαθύπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -πεδον < πέδον «έδαφος, γη, πεδιάδα»].

Russian (Dvoretsky)

βαθύπεδος: лежащий глубоко, т. е. в котловине (Νεμέα Pind.).