βοστρυχηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A curly, like curls, Luc.Hist.Conscr.19, Philops. 22.
German (Pape)
[Seite 454] lockenartig, Luc. de conscr. hist. 19 neben ἑλικηδόν; vgl. Philops. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de boucles.
Étymologie: βόστρυχος, -δον.
Spanish (DGE)
adv. formando anillos o bucles ref. a una serpiente, Luc.Hist.Cons.19, Philops.22.
Greek Monolingual
βοστρυχηδόν (Α) βόστρυχος
επίρρ. σε βοστρύχους, κατά βοστρύχους.
Greek Monotonic
βοστρῠχηδόν: (βόστρυχος), επίρρ., κατά βοστρύχους, εν είδει βοστρύχων, σε Λουκ.